- ἄρσεως
- ἄρσεω̆ς , ἄρσιςraisingfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προκάθαρσις — άρσεως, ἡ, Α [προκαθαίρω] η προηγούμενη ή η προπαρασκευαστική κάθαρση … Dictionary of Greek
πρόσαρσις — άρσεως, ἡ, και ιων. τ. γεν. άρσιος, Α [προσαίρω] 1. η λήψη τροφής («περὶ μὲν οὖν ῥυφήματος προσάρσιος οὕτω γιγνώσκω», Ιπποκρ.) 2. (κατά τον Ερωτιαν.) «πρόσαρσις προ(σ)φορά» … Dictionary of Greek
σύμφθαρσις — άρσεως, ἡ, Α [συμφθείρομαι] 1. (για χρώματα) βαθμιαία αλλαγή 2. ανάμιξη … Dictionary of Greek
υπέραρσις — άρσεως, ἡ, Α [ὑπεραίρω] η υπερβολική έπαρση … Dictionary of Greek
υπερέπαρσις — άρσεως, ἡ, Α [ὑπερεπαίρω] υπέρμετρη έπαρση … Dictionary of Greek
υποκάθαρσις — άρσεως, ἡ, Α [ὑποκαθαίρω] η ενέργεια τού υποκαθαίρω, κάθαρση τού εντερικού σωλήνα … Dictionary of Greek
ύπαρσις — άρσεως, ἡ, Μ ανύψωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για εσφ. γρφ. αντί ἔπαρσις] … Dictionary of Greek
δοκίμιο — Λογοτεχνικό είδος που, ιστορικά, έχει τις ρίζες του στον 16o αι. και εμφανίστηκε σε εξαιρετικά ποικίλες μορφές στο πέρασμα του χρόνου. Ο όρος δ. (γαλλ. essai, αγγλ. essay) εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1580, όταν o Μισέλ ντε Μοντέν εξέδωσε τo… … Dictionary of Greek
κάταρσις — κάταρσις, άρσεως, ἡ (Α) [καταίρω] 1. απόβαση 2. τόπος όπου καταπλέουν, όρμος για απόβαση («οἱ ὁπλῑται περὶ τὰς κατάρσεις τῆς νήσου ἐφύλασσον», Θουκ.) … Dictionary of Greek
κατέπαρσις — κατέπαρσις, άρσεως, ἡ (Α) [κατεπαίρομαι] παρεμβολή … Dictionary of Greek